- Λευιτικός
- Λευιτικός, ή, όν (for the sp. s. Λευίτης. Lev, title; Philo; Just., D. 16, 1 ἐν τῷ Λ.; Mel., HE 4, 26, 14 Λευιτικόν) Levitical Λ. ἱερωσύνη the Levitical (i.e. OT) priesthood Hb 7:11.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
Λευιτικός — Levite masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευιτικός — ή, ό (AM λευιτικός, ή, όν) [λευίτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους λευίτες («εἰ μὲν οὖν τελείωσις διὰ τῆς λευιτικῆς ἱερωσύνης ἦν», ΚΔ) 2. το ουδ. ως ουσ. Λευιτικό(ν) τίτλος ενός από τα βιβλία τής Παλαιάς Διαθήκης, το τρίτο τής… … Dictionary of Greek
Λευιτικά — Λευιτικός Levite neut nom/voc/acc pl Λευιτικά̱ , Λευιτικός Levite fem nom/voc/acc dual Λευιτικά̱ , Λευιτικός Levite fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λευιτικῶν — Λευιτικός Levite fem gen pl Λευιτικός Levite masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λευιτικόν — Λευιτικός Levite masc acc sg Λευιτικός Levite neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λευιτικοῖς — Λευιτικός Levite masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λευιτικοί — Λευιτικός Levite masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λευιτικοῦ — Λευιτικός Levite masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λευιτικούς — Λευιτικός Levite masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λευιτικῆς — Λευιτικός Levite fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λευιτικῇ — Λευιτικός Levite fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)